- δυωκαιεικοσίπηχυς
- δυωκαιεικοσίπηχυςtwenty-two cubits longmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυωκαιεικοσίπηχυς — δυωκαιεικοσίπηχυς, υ (Α) αυτός που έχει μήκος είκοσι δύο πήχεων … Dictionary of Greek
δυωκαιεικοσίπηχυ — δυωκαιεικοσίπηχυς twenty two cubits long masc voc sg δυωκαιεικοσίπηχυς twenty two cubits long neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)